- τσίρκος
- ο, Ντο τσίρκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. circus «κύκλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσίρκο — τσίρκο, το και τσίρκος, ο (λ. ιταλ.) 1. ιπποδρόμιο, κυκλικός στίβος για ακροβατικά γυμνάσματα αλόγων ή άλλες ακροβασίες. 2. οι ακροβασίες και τα άλλα διασκεδαστικά θεάματα που εμφανίζονται στο τσίρκο. 3. ο θίασος των αθλητών και καλλιτεχνών του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)